- εκατονταπλασιάζω
- μετ, увеличивать в сто раз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκατονταπλασιάζω — (Α ἑκατονταπλασιάζω) πολλαπλασιάζω επί εκατό, κάνω κάτι εκατό φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο … Dictionary of Greek